κλάσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλάσμα τα κλάσματα
      γενική του κλάσματος των κλασμάτων
    αιτιατική το κλάσμα τα κλάσματα
     κλητική κλάσμα κλάσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλάσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλάσμα < κλάω. Για την έννοια του τμήματος σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fraction.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkla.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλάσμα

Ουσιαστικό

κλάσμα ουδέτερο

  1. (μαθηματικά) τρόπος παράστασης της διαίρεσης δύο αριθμών με οριζόντια γραμμή που χωρίζει τον διαιρετέο από το διαιρέτη (στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται αριθμητής και παρονομαστής)
    γνήσιο, νόθο ή καταχρηστικό κλάσμα, ομώνυμα, ετερώνυμα κλάσματα
  2. τμήμα ενός συνόλου

Εκφράσεις

  • σε κλάσματα δευτερολέπτου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.