ετερόφυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετερόφυλος | η | ετερόφυλη | το | ετερόφυλο |
| γενική | του | ετερόφυλου | της | ετερόφυλης | του | ετερόφυλου |
| αιτιατική | τον | ετερόφυλο | την | ετερόφυλη | το | ετερόφυλο |
| κλητική | ετερόφυλε | ετερόφυλη | ετερόφυλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετερόφυλοι | οι | ετερόφυλες | τα | ετερόφυλα |
| γενική | των | ετερόφυλων | των | ετερόφυλων | των | ετερόφυλων |
| αιτιατική | τους | ετερόφυλους | τις | ετερόφυλες | τα | ετερόφυλα |
| κλητική | ετερόφυλοι | ετερόφυλες | ετερόφυλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ετερόφυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑτερόφυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ετερό + φύλ(ο) + -ος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.teˈɾo.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τε‐ρό‐φυ‐λος
Επίθετο
ετερόφυλος, -η, -ο
Συγγενικά
Αναφορές
- ετερόφυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.