φύλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φύλο | τα | φύλα |
| γενική | του | φύλου | των | φύλων |
| αιτιατική | το | φύλο | τα | φύλα |
| κλητική | φύλο | φύλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φύλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φῦλον < φύω
- για την ταξινομική βαθμίδα > • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐λο
- ομόηχα: φύλλο, φίλο
Ουσιαστικό
φύλο ουδέτερο
- το καθένα από τα δύο γένη (ανδρικό - γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα.
- (κατ' ευφημισμό) τα γεννητικά όργανα
- σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση· φυλή
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη από την οικογένεια και ανώτερη του είδους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.