φύλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύλο τα φύλα
      γενική του φύλου των φύλων
    αιτιατική το φύλο τα φύλα
     κλητική φύλο φύλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φῦλον < φύω
  • για την ταξινομική βαθμίδα >  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φύλο
ομόηχα: φύλλο, φίλο

Ουσιαστικό

φύλο ουδέτερο

  1. το καθένα από τα δύο γένη (ανδρικό - γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα.
  2. (κατ' ευφημισμό) τα γεννητικά όργανα
  3. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση· φυλή
  4. (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη από την οικογένεια και ανώτερη του είδους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.