ὁμόφυλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ὁμόφυλος, ος, ον
- τοῦ μὲν γὰρ ὁμόφυλος Ζεὺς μάρτυς: του μεν μάρτυρας ο δικός μας Δίας (Πλατ. Νόμοι, βιβλ. Η, 843α)
- ἔτι δὲ οὐδὲ ἀλλότριον ἡγεῖται εἶναι ὁ Ἀθηναίων δῆμος τὸν Θηβαίων δῆμον οὔτε τῇ συγγενείᾳ οὔτε τῷ ὁμοφύλῳ. : οι Αθηναίοι δεν θεωρούν τους Θηβαίους ξένους ούτε ως προ την κοινή καταγωγή ούτε ως προς το έθνος (Δημοσθ. κατά Στεφ.186)
Αντώνυμα
- ἀλλόφυλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.