αντιομοφυλοφιλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιομοφυλοφιλικός η αντιομοφυλοφιλική το αντιομοφυλοφιλικό
      γενική του αντιομοφυλοφιλικού της αντιομοφυλοφιλικής του αντιομοφυλοφιλικού
    αιτιατική τον αντιομοφυλοφιλικό την αντιομοφυλοφιλική το αντιομοφυλοφιλικό
     κλητική αντιομοφυλοφιλικέ αντιομοφυλοφιλική αντιομοφυλοφιλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιομοφυλοφιλικοί οι αντιομοφυλοφιλικές τα αντιομοφυλοφιλικά
      γενική των αντιομοφυλοφιλικών των αντιομοφυλοφιλικών των αντιομοφυλοφιλικών
    αιτιατική τους αντιομοφυλοφιλικούς τις αντιομοφυλοφιλικές τα αντιομοφυλοφιλικά
     κλητική αντιομοφυλοφιλικοί αντιομοφυλοφιλικές αντιομοφυλοφιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιομοφυλοφιλικός < αντι- + ομοφυλοφιλικός

Επίθετο

αντιομοφυλοφιλικός

Αντώνυμα

Επίθετο

αντιομοφυλοφιλικός

Ουσιαστικό

αντιομοφυλοφιλικός αρσενικό

Αντώνυμα

  • φιλομοφυλόφιλος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.