ξυστό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυστό < ουδέτερο του επίθετου ξυστός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈsto/
Ουσιαστικό
ξυστό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- είδος λαχείου που αποκαλύπτεται με το ξύσιμο μιας επιφάνειας
Μεταφράσεις
ξυστό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.