ξύστρα
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Μεταλλική ξύστρα για μολύβια
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξύστρα | οι | ξύστρες |
| γενική | της | ξύστρας | των | ξυστρών |
| αιτιατική | την | ξύστρα | τις | ξύστρες |
| κλητική | ξύστρα | ξύστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξύστρα < ξύνω, θέμα ξυσ- + -τρα. Δείτε και την αρχαία ελληνική ξύστρα (ξύστρα μπάνιου) < αρχαία ελληνική ξέω
Ουσιαστικό
ξύστρα θηλυκό
-
ξύστρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
για το ξύσιμο μολυβιών
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.