ξύστρα

Νέα ελληνικά (el)

Μεταλλική ξύστρα για μολύβια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξύστρα οι ξύστρες
      γενική της ξύστρας των ξυστρών
    αιτιατική την ξύστρα τις ξύστρες
     κλητική ξύστρα ξύστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξύστρα < ξύνω, θέμα ξυσ- + -τρα. Δείτε και την αρχαία ελληνική ξύστρα (ξύστρα μπάνιου) < αρχαία ελληνική ξέω

Ουσιαστικό

ξύστρα θηλυκό

  1. (γενικότερα) εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο
     δείτε και τη λέξη σπάτουλα
  2. (γραφική ύλη) μικρό εργαλείο που έχει ανάλογη τρύπα και λεπίδα για το ξύσιμο μολυβιών
  3. (ειδικότερα) μικρό εργαλείο που αποτελείται από μία λεπίδα και χρησιμοποιείται για ξύσιμο επίπεδων επιφανειών
    μορφές: ξέστρα, ξέστρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.