scrape
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /skɹeɪp/
- ⓘ
Ρήμα
| ενεστώτας | scrape |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | scrapes |
| αόριστος | scraped |
| παθητική μετοχή | scraped |
| ενεργητική μετοχή | scraping |
scrape (en)
- σέρνω ένα αιχμηρό εργαλείο πάνω σε κάτι ασκώντας πίεση, ξύνω
- γδέρνω, γρατσουνίζω, τραυματίζω ξύνοντας
- ↪ I scraped my hand.
- Έγδαρα το χέρι μου.
- ↪ He came home with scraped knees.
- Ήρθε στο σπίτι με γρατζουνισμένα γόνατα.
- ↪ I scraped my hand.
- (πληροφορική) αποσπώ δεδομένα επεξεργάζοντας με υπολογιστή αρχεία που προορίζονται για ανάγνωση από τον άνθρωπο, όπως οι ιστοσελίδες (web pages)
Παράγωγα
Συγγενικά
- scraper
- scraping
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.