ξυστήρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυστήρα οι ξυστήρες
      γενική της ξυστήρας των ξυστήρων
    αιτιατική την ξυστήρα τις ξυστήρες
     κλητική ξυστήρα ξυστήρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυστήρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξυστήρα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) η ξύστρα για μολύβια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.