ολοφάνερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοφάνερος | η | ολοφάνερη | το | ολοφάνερο |
| γενική | του | ολοφάνερου | της | ολοφάνερης | του | ολοφάνερου |
| αιτιατική | τον | ολοφάνερο | την | ολοφάνερη | το | ολοφάνερο |
| κλητική | ολοφάνερε | ολοφάνερη | ολοφάνερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοφάνεροι | οι | ολοφάνερες | τα | ολοφάνερα |
| γενική | των | ολοφάνερων | των | ολοφάνερων | των | ολοφάνερων |
| αιτιατική | τους | ολοφάνερους | τις | ολοφάνερες | τα | ολοφάνερα |
| κλητική | ολοφάνεροι | ολοφάνερες | ολοφάνερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.loˈfa.ne.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐φά‐νε‐ρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.