απτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απτός | η | απτή | το | απτό |
| γενική | του | απτού | της | απτής | του | απτού |
| αιτιατική | τον | απτό | την | απτή | το | απτό |
| κλητική | απτέ | απτή | απτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απτοί | οι | απτές | τα | απτά |
| γενική | των | απτών | των | απτών | των | απτών |
| αιτιατική | τους | απτούς | τις | απτές | τα | απτά |
| κλητική | απτοί | απτές | απτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < ἅπτω
- για τη σημασία «φανερός» < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tangible [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πτός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φανερός
|
Αναφορές
- απτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.