Ξανθίππη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ξανθίππη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ξανθίππη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ξανθίππη | αἱ | Ξανθίππαι |
| γενική | τῆς | Ξανθίππης | τῶν | Ξανθιππῶν |
| δοτική | τῇ | Ξανθίππῃ | ταῖς | Ξανθίππαις |
| αιτιατική | τὴν | Ξανθίππην | τὰς | Ξανθίππᾱς |
| κλητική ὦ! | Ξανθίππη | Ξανθίππαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ξανθίππᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ξανθίππαιν | ||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ξανθίππη < Ξάνθιππ(ος) + -η (-ίππη)
-
Ξανθίππη στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ξανθίππη
|
|
Πηγές
- Ξανθίππη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.