ξάνθωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάνθωμα | τα | ξανθώματα |
| γενική | του | ξανθώματος | των | ξανθωμάτων |
| αιτιατική | το | ξάνθωμα | τα | ξανθώματα |
| κλητική | ξάνθωμα | ξανθώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξάνθωμα ουδέτερο
- εναπόθεση και συσσώρευση κυττάρων πλούσιων σε χοληστερόλη σε διάφορα σημεία του σώματος εξαιτίας υπερλιπιδαιμίας και άλλων παθήσεων
- Το ξανθέλασμα στα μάτια θεωρείται τύπος ξανθώματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.