νύξη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νύξη < ελληνιστική κοινή νύξις < αρχαία ελληνική νύσσω (κεντώ, τσιμπώ)

Ουσιαστικό

νύξη θηλυκό

  1. το κέντημα, το τσίμπημα
  2. (μεταφορικά) η μικρή αναφορά σε ένα θέμα, ο υπαινιγμός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.