μυρωδικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυρωδικό τα μυρωδικά
      γενική του μυρωδικού των μυρωδικών
    αιτιατική το μυρωδικό τα μυρωδικά
     κλητική μυρωδικό μυρωδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυρωδικό < μυρωδιά + -ικό

Ουσιαστικό

μυρωδικό ουδέτερο

  1. φυτό ή φυτικό προϊόν που προστίθεται στο φαγητό για να του δώσει πιο έντονη μυρωδιά και γεύση
    κάθε λαχανικό θέλει και το μυρωδικό του: στα φασολάκια βάζουμε μαϊντανό ενώ στον άρακα άνηθο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.