μυρωδικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μυρωδικό | τα | μυρωδικά |
| γενική | του | μυρωδικού | των | μυρωδικών |
| αιτιατική | το | μυρωδικό | τα | μυρωδικά |
| κλητική | μυρωδικό | μυρωδικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μυρωδικό ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.