μυρωδάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυρωδάτος η μυρωδάτη το μυρωδάτο
      γενική του μυρωδάτου της μυρωδάτης του μυρωδάτου
    αιτιατική τον μυρωδάτο τη μυρωδάτη το μυρωδάτο
     κλητική μυρωδάτε μυρωδάτη μυρωδάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυρωδάτοι οι μυρωδάτες τα μυρωδάτα
      γενική των μυρωδάτων των μυρωδάτων των μυρωδάτων
    αιτιατική τους μυρωδάτους τις μυρωδάτες τα μυρωδάτα
     κλητική μυρωδάτοι μυρωδάτες μυρωδάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μυρωδάτος < μυρωδ(ιά) + -άτος

Επίθετο

μυρωδάτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.