μυριοτραγουδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μυριοτραγουδισμένος < μυριο- + μετοχή παθητικού παρακειμένου τραγουδισμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /miɾ.i̯o.tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/ & /miɾ.ʝo.tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ριο‐τρα‐γου‐δι‐σμέ‐νος
Μετοχή
μυριοτραγουδισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή χωρίς ρήμα) - συνώνυμο του χιλιοτραγουδισμένος
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
Κλίση
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυριοτραγουδισμένος | η | μυριοτραγουδισμένη | το | μυριοτραγουδισμένο |
| γενική | του | μυριοτραγουδισμένου | της | μυριοτραγουδισμένης | του | μυριοτραγουδισμένου |
| αιτιατική | τον | μυριοτραγουδισμένο | τη | μυριοτραγουδισμένη | το | μυριοτραγουδισμένο |
| κλητική | μυριοτραγουδισμένε | μυριοτραγουδισμένη | μυριοτραγουδισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυριοτραγουδισμένοι | οι | μυριοτραγουδισμένες | τα | μυριοτραγουδισμένα |
| γενική | των | μυριοτραγουδισμένων | των | μυριοτραγουδισμένων | των | μυριοτραγουδισμένων |
| αιτιατική | τους | μυριοτραγουδισμένους | τις | μυριοτραγουδισμένες | τα | μυριοτραγουδισμένα |
| κλητική | μυριοτραγουδισμένοι | μυριοτραγουδισμένες | μυριοτραγουδισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μυριοτραγουδισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.