τραγουδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τραγουδισμένος | η | τραγουδισμένη | το | τραγουδισμένο |
| γενική | του | τραγουδισμένου | της | τραγουδισμένης | του | τραγουδισμένου |
| αιτιατική | τον | τραγουδισμένο | την | τραγουδισμένη | το | τραγουδισμένο |
| κλητική | τραγουδισμένε | τραγουδισμένη | τραγουδισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τραγουδισμένοι | οι | τραγουδισμένες | τα | τραγουδισμένα |
| γενική | των | τραγουδισμένων | των | τραγουδισμένων | των | τραγουδισμένων |
| αιτιατική | τους | τραγουδισμένους | τις | τραγουδισμένες | τα | τραγουδισμένα |
| κλητική | τραγουδισμένοι | τραγουδισμένες | τραγουδισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τραγουδισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τραγουδάω / τραγουδώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐γου‐δι‐σμέ‐νος
Μετοχή
τραγουδισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που τον έχουν τραγουδήσει
- που τον έχουν εξυμνήσει με ποιήματα, τραγούδια
Σύνθετα
- γλυκοτραγουδισμένος
- καλοτραγουδισμένος
- μυριοτραγουδισμένος
- ξανατραγουδισμένος
- ομορφοτραγουδισμένος
- πολυτραγουδισμένος
- σιγοτραγουδισμένος
- συχνοτραγουδισμένος
- χιλιοτραγουδισμένος
Πηγές
- λήγουν σε -τραγουδισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.