τραγουδισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγουδισμένος η τραγουδισμένη το τραγουδισμένο
      γενική του τραγουδισμένου της τραγουδισμένης του τραγουδισμένου
    αιτιατική τον τραγουδισμένο την τραγουδισμένη το τραγουδισμένο
     κλητική τραγουδισμένε τραγουδισμένη τραγουδισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγουδισμένοι οι τραγουδισμένες τα τραγουδισμένα
      γενική των τραγουδισμένων των τραγουδισμένων των τραγουδισμένων
    αιτιατική τους τραγουδισμένους τις τραγουδισμένες τα τραγουδισμένα
     κλητική τραγουδισμένοι τραγουδισμένες τραγουδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τραγουδισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τραγουδάω / τραγουδώ

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραγουδισμένος

Μετοχή

τραγουδισμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που τον έχουν τραγουδήσει
  2. που τον έχουν εξυμνήσει με ποιήματα, τραγούδια

Σύνθετα

  • γλυκοτραγουδισμένος
  • καλοτραγουδισμένος
  • μυριοτραγουδισμένος
  • ξανατραγουδισμένος
  • ομορφοτραγουδισμένος
  • πολυτραγουδισμένος
  • σιγοτραγουδισμένος
  • συχνοτραγουδισμένος
  • χιλιοτραγουδισμένος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.