Μοῖρα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  τονισμού


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μοῖρ αἱ Μοῖραι
      γενική τῆς Μοῖρᾱς τῶν Μοιρῶν
      δοτική τῇ Μοῖρ ταῖς Μοῖραις
    αιτιατική τὴν Μοῖρᾱν τὰς Μοῖρᾱς
     κλητική ! Μοῖρ Μοῖραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μοῖρ
γεν-δοτ τοῖν  Μοῖραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  • Μοῖρα:  δείτε τη λέξη μοῖρα
Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον...

Κύριο όνομα

Μοῖρα, -ας θηλυκό

και

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.