μερίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερίδα οι μερίδες
      γενική της μερίδας των μερίδων
    αιτιατική τη μερίδα τις μερίδες
     κλητική μερίδα μερίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερίδα < αρχαία ελληνική μερίς (αιτιατική: μερίδα) < μέρος

Ουσιαστικό

μερίδα θηλυκό

  1. τμήμα ενός συνόλου
    μια μερίδα των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος δεν θεωρεί σωστά τα μέτρα
  2. ποσότητα από το σύνολο ενός φαγώσιμου που αναλογεί σε κάθε άτομο ενός συνόλου
    χώρισα την τούρτα σε τόσες μερίδες όσες και οι καλεσμένοι αλλά βγαίνουν μικρές
  3. (ειδικότερα) η συγκεκριμένη ποσότητα του κάθε φαγώσιμου που σερβίρεται στα καταστήματα σαν μονάδα
    πάντα παραγγέλνω μια μερίδα φέτα ξεχωριστά από τη σαλάτα
    στο καινούριο εστιατόριο χρεώνουν τη μερίδα πιο ακριβά ενώ είναι μικρότερη απ' του κυρ Κώστα
  4. (λογιστική) ο λογιστικός λογαριασμός που σχετίζεται με έναν συναλλασσόμενο ή ένα εμπόρευμα

Εκφράσεις

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • μερίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.