μονώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μονώνω < αρχαία ελληνική μονόω / μονῶ < μόνος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική isoler[1]. Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική μονῶ (μένω μόνος)[2])

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονώνω

Ρήμα

μονώνω, πρτ.: μόνωνα, στ.μέλλ.: θα μονώσω, αόρ.: μόνωσα, παθ.φωνή: μονώνομαι, π.αόρ.: μονώθηκα, μτχ.π.π.: μονωμένος

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μονώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.