μονωτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονωτήρας οι μονωτήρες
      γενική του μονωτήρα των μονωτήρων
    αιτιατική τον μονωτήρα τους μονωτήρες
     κλητική μονωτήρα μονωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονωτήρας < μονώνω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική isolateur[1])

Ουσιαστικό

μονωτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.