μεμονωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεμονωμένος | η | μεμονωμένη | το | μεμονωμένο |
| γενική | του | μεμονωμένου | της | μεμονωμένης | του | μεμονωμένου |
| αιτιατική | τον | μεμονωμένο | τη | μεμονωμένη | το | μεμονωμένο |
| κλητική | μεμονωμένε | μεμονωμένη | μεμονωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεμονωμένοι | οι | μεμονωμένες | τα | μεμονωμένα |
| γενική | των | μεμονωμένων | των | μεμονωμένων | των | μεμονωμένων |
| αιτιατική | τους | μεμονωμένους | τις | μεμονωμένες | τα | μεμονωμένα |
| κλητική | μεμονωμένοι | μεμονωμένες | μεμονωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
μεμονωμένος < (λόγιο) αρχαία ελληνική μεμονωμένος, μετοχή παρακειμένου με αναδιπλασιαμό του ρήματος μονόομαι, μονοῦμαι, μεσοπαθητικής φωνής του μονόω, μονῶ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική isolé.[1] Δείτε και τη νεοελληνική μετοχή μονωμένος από το μονώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.mo.noˈme.nos/
Σημειώσεις
- μεμονωμένος (που είναι μοναδικός)
- μονωμένος (που έχει μονωθεί)
Αναφορές
- μεμονωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.