μονωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονωμένος η μονωμένη το μονωμένο
      γενική του μονωμένου της μονωμένης του μονωμένου
    αιτιατική τον μονωμένο τη μονωμένη το μονωμένο
     κλητική μονωμένε μονωμένη μονωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονωμένοι οι μονωμένες τα μονωμένα
      γενική των μονωμένων των μονωμένων των μονωμένων
    αιτιατική τους μονωμένους τις μονωμένες τα μονωμένα
     κλητική μονωμένοι μονωμένες μονωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μονώνω. Δείτε και μεμονωμένος

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.noˈme.nos/

Μετοχή

μονωμένος, -η, -ο

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.