θερμομονωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμομονωτικός | η | θερμομονωτική | το | θερμομονωτικό |
| γενική | του | θερμομονωτικού | της | θερμομονωτικής | του | θερμομονωτικού |
| αιτιατική | τον | θερμομονωτικό | τη | θερμομονωτική | το | θερμομονωτικό |
| κλητική | θερμομονωτικέ | θερμομονωτική | θερμομονωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμομονωτικοί | οι | θερμομονωτικές | τα | θερμομονωτικά |
| γενική | των | θερμομονωτικών | των | θερμομονωτικών | των | θερμομονωτικών |
| αιτιατική | τους | θερμομονωτικούς | τις | θερμομονωτικές | τα | θερμομονωτικά |
| κλητική | θερμομονωτικοί | θερμομονωτικές | θερμομονωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερμομονωτικός < θερμομόνω(σις > ση) + -τικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε θερμο- + μονωτικός
Επίθετο
θερμομονωτικός, -ή, -ό
- (φυσική, μηχανολογία)που εμποδίζει τη μετάδοση θερμότητας
- που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί η θερμομόνωση
- ↪ θερμομονωτικά υλικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θερμομονωτικός
|
|
Αναφορές
- θερμομονωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.