θερμομόνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θερμομόνωση | οι | θερμομονώσεις |
| γενική | της | θερμομόνωσης* | των | θερμομονώσεων |
| αιτιατική | τη | θερμομόνωση | τις | θερμομονώσεις |
| κλητική | θερμομόνωση | θερμομονώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομονώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.moˈmo.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐μό‐νω‐ση
Ουσιαστικό
θερμομόνωση θηλυκό
- ένα στρώμα υλικών που επικαλύπτει την εξωτερική επιφάνεια ενός χώρου και δεν επιτρέπει στη θερμότητα να διαφεύγει στο περιβάλλον (όταν κάνει κρύο) ή (όταν κάνει ζέστη) να εισέρχεται
- η αποφυγή διαρροής / εισροής θερμότητας από/σε ένα χώρο με χρήση διάφορων τεχνικών
- με τα διπλά τζάμια πετυχαίνουμε καλύτερη ηχομόνωση και θερμομόνωση
- thermal insulation στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.