ηχομονωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηχομονωτικός | η | ηχομονωτική | το | ηχομονωτικό |
| γενική | του | ηχομονωτικού | της | ηχομονωτικής | του | ηχομονωτικού |
| αιτιατική | τον | ηχομονωτικό | την | ηχομονωτική | το | ηχομονωτικό |
| κλητική | ηχομονωτικέ | ηχομονωτική | ηχομονωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηχομονωτικοί | οι | ηχομονωτικές | τα | ηχομονωτικά |
| γενική | των | ηχομονωτικών | των | ηχομονωτικών | των | ηχομονωτικών |
| αιτιατική | τους | ηχομονωτικούς | τις | ηχομονωτικές | τα | ηχομονωτικά |
| κλητική | ηχομονωτικοί | ηχομονωτικές | ηχομονωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ηχομονωτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ηχομονωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.