ηχομονωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχομονωτικός η ηχομονωτική το ηχομονωτικό
      γενική του ηχομονωτικού της ηχομονωτικής του ηχομονωτικού
    αιτιατική τον ηχομονωτικό την ηχομονωτική το ηχομονωτικό
     κλητική ηχομονωτικέ ηχομονωτική ηχομονωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχομονωτικοί οι ηχομονωτικές τα ηχομονωτικά
      γενική των ηχομονωτικών των ηχομονωτικών των ηχομονωτικών
    αιτιατική τους ηχομονωτικούς τις ηχομονωτικές τα ηχομονωτικά
     κλητική ηχομονωτικοί ηχομονωτικές ηχομονωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηχομονωτικός < ηχομόνωση + -τικός

Επίθετο

ηχομονωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.