μοντέρνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοντέρνος η μοντέρνα το μοντέρνο
      γενική του μοντέρνου της μοντέρνας του μοντέρνου
    αιτιατική τον μοντέρνο τη μοντέρνα το μοντέρνο
     κλητική μοντέρνε μοντέρνα μοντέρνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοντέρνοι οι μοντέρνες τα μοντέρνα
      γενική των μοντέρνων των μοντέρνων των μοντέρνων
    αιτιατική τους μοντέρνους τις μοντέρνες τα μοντέρνα
     κλητική μοντέρνοι μοντέρνες μοντέρνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοντέρνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική moderno < λατινική modernus < modus (μέτρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-

Προφορά

ΔΦΑ : /moˈdeɾ.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /moˈdeɾ.na/ θηλυκό
ΔΦΑ : /moˈdeɾ.no/ ουδέτερο

Επίθετο

μοντέρνος, -α, -ο

  1. που έχει τα χαρακτηριστικά του παρόντος, που τείνει προς το σύγχρονο και την καινοτομία και που αποφεύγει την παράδοση
     συνώνυμα: εκσυγχρονισμένος, νεωτεριστικός, σύγχρονος
     αντώνυμα: αναχρονιστικός, ξεπερασμένος, οπισθοδρομικός, παραδοσιακός, συντηρητικός
  2. (για ανθρώπους) που έχει σύγχρονες αντιλήψεις και υιοθετετεί τις τάσεις της εποχής του
  3. (ειδικότερα) που παρακολουθεί τη μόδα κι ακολουθεί το ρεύμα του συρμού
     αντώνυμα: ντεμοντέ, παλιομοδίτικος

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.