εκσυγχρονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκσυγχρονισμένος η εκσυγχρονισμένη το εκσυγχρονισμένο
      γενική του εκσυγχρονισμένου της εκσυγχρονισμένης του εκσυγχρονισμένου
    αιτιατική τον εκσυγχρονισμένο την εκσυγχρονισμένη το εκσυγχρονισμένο
     κλητική εκσυγχρονισμένε εκσυγχρονισμένη εκσυγχρονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκσυγχρονισμένοι οι εκσυγχρονισμένες τα εκσυγχρονισμένα
      γενική των εκσυγχρονισμένων των εκσυγχρονισμένων των εκσυγχρονισμένων
    αιτιατική τους εκσυγχρονισμένους τις εκσυγχρονισμένες τα εκσυγχρονισμένα
     κλητική εκσυγχρονισμένοι εκσυγχρονισμένες εκσυγχρονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκσυγχρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκσυγχρονίζω

Μετοχή

εκσυγχρονισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εκσυγχρονίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.