μοντερνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοντερνισμός οι μοντερνισμοί
      γενική του μοντερνισμού των μοντερνισμών
    αιτιατική τον μοντερνισμό τους μοντερνισμούς
     κλητική μοντερνισμέ μοντερνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοντερνισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική modernisme + -ισμός < moderne < λατινική modernus < modus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-

Ουσιαστικό

μοντερνισμός αρσενικό

  1. η ιδιότητα του μοντέρνου
  2. η τάση να είναι κάποιος μοντέρνος
  3. η τάση απόκτησης νεωτεριστικών αντιλήψεων και αποδοχής νεωτερικών τρόπων, ρευμάτων κ.λπ.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.