ντεμοντέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντεμοντέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική démodé [1]

Επίθετο

ντεμοντέ άκλιτο

  1. (μόδα) ο εκτός μόδας, o παλιομοδίτικος
    ντεμοντέ ρούχα
  2. (μεταφορικά) ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος
    ντεμοντέ αντιλήψεις

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.