μεταμοντέρνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταμοντέρνος | η | μεταμοντέρνα | το | μεταμοντέρνο |
| γενική | του | μεταμοντέρνου | της | μεταμοντέρνας | του | μεταμοντέρνου |
| αιτιατική | τον | μεταμοντέρνο | τη | μεταμοντέρνα | το | μεταμοντέρνο |
| κλητική | μεταμοντέρνε | μεταμοντέρνα | μεταμοντέρνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταμοντέρνοι | οι | μεταμοντέρνες | τα | μεταμοντέρνα |
| γενική | των | μεταμοντέρνων | των | μεταμοντέρνων | των | μεταμοντέρνων |
| αιτιατική | τους | μεταμοντέρνους | τις | μεταμοντέρνες | τα | μεταμοντέρνα |
| κλητική | μεταμοντέρνοι | μεταμοντέρνες | μεταμοντέρνα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταμοντέρνος < μετα- + μοντέρνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική postmodern)
Επίθετο
μεταμοντέρνος, -α, -ο
- που αμφισβητεί τις σύγχρονες συνήθειες, θεωρίες και πρακτικές και αναζητά κάτι καινούργιο
Συγγενικά
- μεταμοντερνισμός
- μεταμοντερνιστής
- μεταμοντερνίστρια
- → δείτε τη λέξη μοντέρνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.