παραδοσιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδοσιακός η παραδοσιακή το παραδοσιακό
      γενική του παραδοσιακού της παραδοσιακής του παραδοσιακού
    αιτιατική τον παραδοσιακό την παραδοσιακή το παραδοσιακό
     κλητική παραδοσιακέ παραδοσιακή παραδοσιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδοσιακοί οι παραδοσιακές τα παραδοσιακά
      γενική των παραδοσιακών των παραδοσιακών των παραδοσιακών
    αιτιατική τους παραδοσιακούς τις παραδοσιακές τα παραδοσιακά
     κλητική παραδοσιακοί παραδοσιακές παραδοσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραδοσιακός < παράδοσι(ς) + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική traditionnel) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðo.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραδοσιακός

Επίθετο

παραδοσιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την παράδοση, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που του αρέσει η παράδοση και τηρεί τα ήθη και τα έθιμα
    είναι παραδοσιακός τύπος, καθόλου μοντέρνος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παράδοση, παραδίδω, παρά και δίνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.