παλιομοδίτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλιομοδίτικος | η | παλιομοδίτικη | το | παλιομοδίτικο |
| γενική | του | παλιομοδίτικου | της | παλιομοδίτικης | του | παλιομοδίτικου |
| αιτιατική | τον | παλιομοδίτικο | την | παλιομοδίτικη | το | παλιομοδίτικο |
| κλητική | παλιομοδίτικε | παλιομοδίτικη | παλιομοδίτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλιομοδίτικοι | οι | παλιομοδίτικες | τα | παλιομοδίτικα |
| γενική | των | παλιομοδίτικων | των | παλιομοδίτικων | των | παλιομοδίτικων |
| αιτιατική | τους | παλιομοδίτικους | τις | παλιομοδίτικες | τα | παλιομοδίτικα |
| κλητική | παλιομοδίτικοι | παλιομοδίτικες | παλιομοδίτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ʎo.moˈði.ti.kos/
Επίθετο
παλιομοδίτικος -η -ο (δεν προσδιορίζεται αρνητικό ύφος)
- που ακολουθεί μια μόδα που είναι πια ξεπερασμένη
- που συμφωνεί με παλαιότερες αντιλήψεις, ιδέες, συνήθειες
- ≈ συνώνυμα: αρνητική σημασία: ξεπερασμένος, ντεμοντέ
- είναι άνθρωπος συμπαθής, αν και με παλιομοδίτικες αντιλήψεις
- ≈ συνώνυμα: αρνητική σημασία: ξεπερασμένος, ντεμοντέ
Συγγενικά
- παλιομοδίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.