μνημονιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μνημονιακός | η | μνημονιακή | το | μνημονιακό |
| γενική | του | μνημονιακού | της | μνημονιακής | του | μνημονιακού |
| αιτιατική | τον | μνημονιακό | τη | μνημονιακή | το | μνημονιακό |
| κλητική | μνημονιακέ | μνημονιακή | μνημονιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μνημονιακοί | οι | μνημονιακές | τα | μνημονιακά |
| γενική | των | μνημονιακών | των | μνημονιακών | των | μνημονιακών |
| αιτιατική | τους | μνημονιακούς | τις | μνημονιακές | τα | μνημονιακά |
| κλητική | μνημονιακοί | μνημονιακές | μνημονιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μνημονιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με μνημόνιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ μνημονιακός στόχος, μνημονιακές πολιτικές
- (ουσιαστικοποιημένο) (νεολογισμός) υποστηρικτής των πολιτικών που επιβλήθηκαν στην (ή άσκησε η) Ελλάδα από το 2010 κ.ε.
Συγγενικά
- αντιμνημονιακός
- → δείτε τις λέξεις μνημόνιο και μνήμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.