memorandum
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- memorandum < λατινική memorandum
Ουσιαστικό
memorandum (en) (πληθυντικός: memoranda)
- μνημόνιο
- πολιτική συμφωνία με νομική ισχύ, πολιτικό συμβόλαιο με νομική ισχύ, συμφωνία που ισχύει νομικά
- υπόμνημα
- πρωτόκολλο συμφωνίας ή συνεργασίας
- προσύμφωνο
- συνυποσχετικό
- υπηρεσιακό σημείωμα
Συνώνυμα
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος γερουνδιακού
memorandum
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του memorandus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του memorandus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.