memorandum

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

memorandum < λατινική memorandum

Ουσιαστικό

memorandum (en) (πληθυντικός: memoranda)

  1. μνημόνιο
    • πολιτική συμφωνία με νομική ισχύ, πολιτικό συμβόλαιο με νομική ισχύ, συμφωνία που ισχύει νομικά
  2. υπόμνημα
  3. πρωτόκολλο συμφωνίας ή συνεργασίας
  4. προσύμφωνο
  5. συνυποσχετικό
  6. υπηρεσιακό σημείωμα

Συνώνυμα

Εκφράσεις



Λατινικά (la)

Γερούνδιο

memorandum

Κλιτικός τύπος γερουνδιακού

memorandum

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.