προμνημονιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προμνημονιακός η προμνημονιακή το προμνημονιακό
      γενική του προμνημονιακού της προμνημονιακής του προμνημονιακού
    αιτιατική τον προμνημονιακό την προμνημονιακή το προμνημονιακό
     κλητική προμνημονιακέ προμνημονιακή προμνημονιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμνημονιακοί οι προμνημονιακές τα προμνημονιακά
      γενική των προμνημονιακών των προμνημονιακών των προμνημονιακών
    αιτιατική τους προμνημονιακούς τις προμνημονιακές τα προμνημονιακά
     κλητική προμνημονιακοί προμνημονιακές προμνημονιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προμνημονιακός < πρό + μνημονιακός

Επίθετο

προμνημονιακός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που σχετίζεται με την χρονική περίοδο πριν από (κάποιο) μνημόνιο ή αναφέρεται στην περίοδο αυτή
    Η αλλαγή είναι πραγματικότητα γιατί το οικονομικό μοντέλο της προμνημονιακής Ελλάδας αποτελεί τελεσίδικο παρελθόν. (*)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.