μισακάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μισακάρης | οι | μισακάρηδες |
| γενική | του | μισακάρη | των | μισακάρηδων |
| αιτιατική | τον | μισακάρη | τους | μισακάρηδες |
| κλητική | μισακάρη | μισακάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.saˈka.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σα‐κά‐ρης
Ουσιαστικό
μισακάρης αρσενικό (θηλυκό μισακάρισσα)
- (λαϊκότροπο) γεωργός που καλλιεργεί μέρος της γης άλλου (συνήθως μεγάλου) γαιοκτήμονα, με αντίτιμο ένα μέρος της σοδειάς (συνήθως τη μισή)· επίμορτος καλλιεργητής
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μεσακάρης
- μεσιακάρης
- μισακάρικος / μεσακάρικος
- μισακάρισσα
- μισιακός, μισακός
→ και δείτε τη λέξη μισός
Μεταφράσεις
Πηγές
- μισακάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «μεσακάρης, μισακάρης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.