μισακάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισακάρικος η μισακάρικη το μισακάρικο
      γενική του μισακάρικου της μισακάρικης του μισακάρικου
    αιτιατική τον μισακάρικο τη μισακάρικη το μισακάρικο
     κλητική μισακάρικε μισακάρικη μισακάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισακάρικοι οι μισακάρικες τα μισακάρικα
      γενική των μισακάρικων των μισακάρικων των μισακάρικων
    αιτιατική τους μισακάρικους τις μισακάρικες τα μισακάρικα
     κλητική μισακάρικοι μισακάρικες μισακάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μισακάρικος < μισακάρης + -ικος

Επίθετο

μισακάρικος

  • (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με μισακάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
      Ο μισακάρικος τρόπος καλλιέργειας από γεωργούς (κολίγους) εγκατεστημένους στα αγροκτήματα με τις οικογένειές τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του καθεστώτος των τσιφλικιών στα Βαλκάνια (Κωνσταντίνα Πανάγου, ανακτήθηκε στις 31/7/2022 από το αποθετήριο olympias.lib.uoi.gr)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.