αντίτιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίτιμο τα αντίτιμα
      γενική του αντίτιμου
& αντιτίμου
των αντίτιμων
& αντιτίμων
    αιτιατική το αντίτιμο τα αντίτιμα
     κλητική αντίτιμο αντίτιμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίτιμο < αντί-+ τιμ(ή) + -ο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Gegenwert [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.ti.mo/ και σε γρήγορο λόγο aˈdi.ti.mo
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντίτιμο

Ουσιαστικό

αντίτιμο ουδέτερο

  1. (οικονομία) τα χρήματα που δίνονται για να αγοράσουμε κάτι
  2. αντιστάθμισμα
  3. (μεταφορικά) τίμημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.