καλλιεργητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλλιεργητής οι καλλιεργητές
      γενική του καλλιεργητή των καλλιεργητών
    αιτιατική τον καλλιεργητή τους καλλιεργητές
     κλητική καλλιεργητή καλλιεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλλιεργητής < καλλιεργώ, καλλιεργη- + -τής [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.li.eɾ.ʝiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλλιεργητής

Ουσιαστικό

καλλιεργητής αρσενικό (θηλυκό καλλιεργήτρια)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη καλλιεργώ
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -καλλιεργητής στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.