επίμορτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίμορτος η επίμορτη το επίμορτο
      γενική του επίμορτου της επίμορτης του επίμορτου
    αιτιατική τον επίμορτο την επίμορτη το επίμορτο
     κλητική επίμορτε επίμορτη επίμορτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίμορτοι οι επίμορτες τα επίμορτα
      γενική των επίμορτων των επίμορτων των επίμορτων
    αιτιατική τους επίμορτους τις επίμορτες τα επίμορτα
     κλητική επίμορτοι επίμορτες επίμορτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίμορτος (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίμορτος < ἐπί + μορτή + -ος < μείρομαι (παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει) από όπου και μοίρα κατά ετεροίωση.

Επίθετο

επίμορτος, -η, -ο

Συγγενικά

επίμορτοι καλλιεργητές:

και

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.