σοδειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σοδειά | οι | σοδειές |
| γενική | της | σοδειάς | των | σοδειών |
| αιτιατική | τη | σοδειά | τις | σοδειές |
| κλητική | σοδειά | σοδειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σοδειά < μεσαιωνική ελληνική σοδεία < ἐσοδεία < (ελληνιστική κοινή) εἰσοδιάζω < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈðʝa/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σοδειά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.