μορτή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορτή | οι | μορτές |
| γενική | της | μορτής | των | μορτών |
| αιτιατική | τη | μορτή | τις | μορτές |
| κλητική | μορτή | μορτές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορτή < αρχαία ελληνική μορτή < μείρομαι
Ουσιαστικό
μορτή θηλυκό
- το μερίδιο που παίρνει ο ιδιοκτήτης του κτήματος από την παραγωγή που έβγαλε ο καλλιεργητής καλλιεργώντας το
Συνώνυμα
Παράγωγα
Μεταφράσεις
μορτή
|
|
Πηγές
- μορτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.