-άρης
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -άρης < μεσαιωνική ελληνική -άρης < ελληνιστική κοινή -άριος < λατινική -arius
Επίθημα
-άρης και το θηλυκό σε -άρα
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -άρης | η | -άρα | το | -άρικο |
| γενική | του | -άρη | της | -άρας | του | -άρικου |
| αιτιατική | τον | -άρη | τη(ν) | -άρα | το | -άρικο |
| κλητική | -άρη | -άρα | -άρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -άρηδες | οι | -άρες | τα | -άρικα |
| γενική | των | -άρηδων | — | των | -άρικων | |
| αιτιατική | τους | -άρηδες | τις | -άρες | τα | -άρικα |
| κλητική | -άρηδες | -άρες | -άρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -άρης | οι | -άρηδες |
| γενική | του | -άρη | των | -άρηδων |
| αιτιατική | τον | -άρη | τους | -άρηδες |
| κλητική | -άρη | -άρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- παραγωγικό επίθημα που δημιουργεί από αριθμό ουσιαστικά που αναφέρονται σε:
- πρόσωπο συγκεκριμένης ηλικίας (π.χ. 25άρης, 40άρης)
- πρόσωπο που έχει προβλέψει σωστά συγκεκριμένο αριθμό επιτυχιών σε τυχερά παιχνίδια (π.χ. δεκατριάρης)
- αθλητή συγκεκριμένων αποστάσεων σε αγωνίσματα δρόμου (400άρης) ή για σειρά κατάταξης στο ποδόσφαιρο
- παραγωγικό επίθημα που δημιουργεί ουσιαστικά τα οποία αποδίδουν κάποια ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό
- παραπονιάρης, γκρινιάρης, αλανιάρης, ναζιάρης
Μεταφράσεις
-άρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.