κολίγας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολίγας | οι | κολίγες |
| γενική | του | κολίγα | των | κολίγων |
| αιτιατική | τον | κολίγα | τους | κολίγες |
| κλητική | κολίγα | κολίγες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολίγας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολλίγας[1] ή ελληνιστική κοινή κολλήγας (συνάρχοντας)[2] < λατινική collega (συνεργός, κοινωνός, συνάρχοντας) < → δείτε τις λέξεις cum και lego
- Η παρωχημένη σημασία «συνεργάτης», όπως στο ελληνιστικό κολλήγας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈli.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λί‐γας
Ουσιαστικό
κολίγας αρσενικό
- (ιστορία, νομικός όρος) αγρότης ή βοσκός ξένου κοπαδιού που δούλευε σε τσιφλίκι γαιοκτήμονα παίρνοντας ως αμοιβή το μισό ή μικρό μέρος της σοδειάς, της παραγωγής
- (παρωχημένο) συνεργάτης, συνεταίρος ή φίλος [3]
- μη απλοποιημένες γραφές:
- κολλίγας
- κολλήγας
- κολήγας
- κολίγος και μη απλοποιημένες γραφές:
- κολλήγος
- κολλίγος
- κολήγος
συνώνυμα, ή με παρόμοια σημασία
- επίμορτος καλλιεργητής
- μορτίτης
- νοβολάνος (επτανησιακό, λογοτεχνικό)
- ἐδαφονόμος (καθαρεύουσα)
Αναφορές
- κολίγας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «κολλήγας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Με εκτενές σχόλιο, προτεινόμενη γραφή «κολλήγας» και παραπομπή στο «κολλέγιο». - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.