μανιτάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανιτάρι | τα | μανιτάρια |
| γενική | του | μανιταριού | των | μανιταριών |
| αιτιατική | το | μανιτάρι | τα | μανιτάρια |
| κλητική | μανιτάρι | μανιτάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αυτοφυή μανιτάρια.

Μανιτάρι ατομικής βόμβας.
Ετυμολογία
- μανιτάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μανιτάρι / μανιτάριν / μανιτάριον / ἀμανιτάριν / ἀμανιτάρι < ελληνιστική κοινή ἀμανίτης (ίσως < Ἄμανος,[1] [2] όρος στη Μικρά Ασία)
- για τη μεταφορική σημασία < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mushroom cloud
Ουσιαστικό
μανιτάρι ουδέτερο
Συγγενικά
- αγκαθομανίταρο
- αμανίτης
- ασπρομανίταρο
- βασιλομανίταρο
- μανιταράκι
- μανιταρόπιτα
- μανιταρόσουπα
- μανιταρότοπος
- μανιταρτζής
- τρελομανίταρο
-
μανιτάρι στη Βικιπαίδεια

- αμανίτης
- βωλίτης
- μούχλα
- τρούφα
- Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι - Μύκητες στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
μύκητας
|
νέφος ατομικής βόμβας
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.