νέφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νέφος τα νέφη
      γενική του νέφους των νεφών
    αιτιατική το νέφος τα νέφη
     κλητική νέφος νέφη
Πληθυντικός, και νέφια.
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νέφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέφος
νέφος καπνού < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cloud[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈne.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νέφος
νέφη στον ουρανό
νέφος αιθαλομίχλης

Ουσιαστικό

νέφος ουδέτερο

  1. (λόγιο, μετεωρολογία) το σύννεφο
  2. η πυκνή (ορατή) συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα καπνού και άλλων ρύπων
     συνώνυμα: αιθαλομίχλη, καπνομίχλη
    νέφος αιθαλομίχλης, φωτοχημικό νέφος
  3. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) οι ενδείξεις για μια αρνητική εξέλιξη
  4. (αστρονομία) στους γαλαξίες μικρό και μεγάλο νέφος του Μαγγελάνου
  5. (φυσική) ο χώρος μέσα στον οποίο κινούνται τα ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα
    το νέφος ηλεκτρονίων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.