ομπρελωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομπρελωτός | η | ομπρελωτή | το | ομπρελωτό |
| γενική | του | ομπρελωτού | της | ομπρελωτής | του | ομπρελωτού |
| αιτιατική | τον | ομπρελωτό | την | ομπρελωτή | το | ομπρελωτό |
| κλητική | ομπρελωτέ | ομπρελωτή | ομπρελωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομπρελωτοί | οι | ομπρελωτές | τα | ομπρελωτά |
| γενική | των | ομπρελωτών | των | ομπρελωτών | των | ομπρελωτών |
| αιτιατική | τους | ομπρελωτούς | τις | ομπρελωτές | τα | ομπρελωτά |
| κλητική | ομπρελωτοί | ομπρελωτές | ομπρελωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ομπρέλα
Μεταφράσεις
ομπρελωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.