αμανίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμανίτης οι αμανίτες
      γενική του αμανίτη των αμανιτών
    αιτιατική τον αμανίτη τους αμανίτες
     κλητική αμανίτη αμανίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμανίτης < αρχαία ελληνική ἀμανίτης < (ίσως) Ἄμανος[1] [2] (όρος στη Μικρά Ασία)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.maˈni.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμανίτης

Ουσιαστικό

αμανίτης αρσενικό

  1. (μυκητολογία) είδος μανιταριού
  2. (μυκητολογία) (συνεκδοχικά) μανιτάρι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.